- εριβριθής
- ἐριβριθής, -ές (Α)ο πολύ βαρύς («ἐριβριθῆ μολύβου χύσιν», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βριθής (< βρίθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐριβριθῆ — ἐριβριθής very heavy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐριβριθής very heavy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐριβριθής very heavy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… … Dictionary of Greek
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek